- νομοφυλακικός
- νομοφυλακικός, -ή, -όν (Α) [νομοφύλαξ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοφύλακα2. αυτός που φροντίζει για την τήρηση τών νόμων, που φυλάσσει τους νόμους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομοφυλακικόν — νομοφυλακικός observant of law masc acc sg νομοφυλακικός observant of law neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοφυλακικήν — νομοφυλακικός observant of law fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)